Ράντκλιφ, Αν

Ράντκλιφ, Αν
(Raddcliffe, Λονδίνο 1764 – 1823). Αγγλίδα συγγραφέας. Είναι η πιο γνωστή εκπρόσωπος των «μαύρων» ή «γοτθικών» μυθιστοριογράφων, που διάπρεψαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. Η κυρίαρχη νότα στα έργα τους δίνεται από τον τρόμο, το δαιμονικό και το υπερφυσικό, στοιχεία στα οποία ωστόσο η Ρ. προσπαθεί να δώσει ορθολογιστικές εξηγήσεις. Οι ήρωες των πιο πετυχημένων μυθιστορημάτων της –ο Μοντόνι στα Μυστήρια του Ουδόλφου (1794), και ο Σκεντόνι του Ο Ιταλός ή το Εξομολογητήριο των Μαύρων μετανοημένων, (1797)– χρησίμευαν, έως ένα βαθμό, ως πρότυπα στους σκυθρωπούς βυρωνικούς ήρωες του ρομαντισμού. Οι περίπλοκες υποθέσεις των μυθιστορημάτων της Ρ., η οποία διαθέτει ζωηρή περιγραφική δύναμη, έχουν ως πλαίσιο ένα γραφικό περιβάλλον, γεμάτο φρικτούς πύργους, καταπακτές, κρυψώνες, και μερικές φορές διαδραματίζονται σε χώρες όπως η Ιταλία ή η Ισπανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ράντκλιφ-Μπράουν, Αλφρεντ Ρέτζιναλντ — (Radcliffe Brown, Μπέρμιγχαμ 1881 – Λονδίνο 1955). Άγγλος ανθρωπολόγος. Καθηγητής στο Κέμπριτζ, το 1926 εκλήθη να διευθύνει το Ινστιτούτο ανθρωπολογίας του πανεπιστήμιου του Σίδνεϊ. Κατόπιν πήγε στο Σικάγο και από το 1937 ήταν καθηγητής στην… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • Βοδληιανή Βιβλιοθήκη — (Bodleian Library). Μία από τις μεγαλύτερες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες στον κόσμο και η δεύτερη μεγαλύτερη της Μεγάλης Βρετανίας, με έδρα την Οξφόρδη. Ιδρύθηκε τον 15ο αι., όταν ο δούκας Χάμφρεϊ του Γκλόσεστερ άφησε με δωρεά τα βιβλία του στην… …   Dictionary of Greek

  • Μέισι, Άνι Σάλιβαν Μάνσφιλντ — (Annie Sullivan Mansfield Macy, Μασαχουσέτη 1866 – Νέα Υόρκη 1936). Αμερικανίδα ειδική παιδαγωγός. Σε ηλικία 5 ετών προσβλήθηκε από τράχωμα (σπάνια ασθένεια των οφθαλμών), η οποία την οδήγησε σε τύφλωση· ανέκτησε την όρασή της, κατόπιν επεμβάσεων …   Dictionary of Greek

  • Γουόλπολ, Χόρας, 4ος κόμης του Όρφορντ — (Horace Walpole, 4th earl of Orford, Λονδίνο 1717 – 1797). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στο Ίτον και στο Κέιμπριτζ και πραγαματοποίησε τον μεγάλο γύρο της Ευρώπης με τον ποιητή Τόμας Γκρέι. Από το 1741 έως το 1768 υπήρξε μέλος της βρετανικής… …   Dictionary of Greek

  • Κέλερ, Έλεν Άνταμς — (Helen Adams Keller, Τουσκούμπια, Αλαμπάμα 1880 – 1968). Αμερικανίδα συγγραφέας. Ήταν τυφλή και κωφάλαλη από την ηλικία των 19 μηνών. Το 1887 οι γονείς της ανέθεσαν την εκπαίδευσή της στην Αν Σάλιβαν, του Ινστιτούτου Πέρκινς για τους τυφλούς.… …   Dictionary of Greek

  • Λε Γκεν, Ούρσουλα — (Ursula Le Guin, Μπέρκλεϊ, Καλιφόρνια 1929 –). Αμερικανίδα συγγραφέας. Σπούδασε στο κολέγιο Ράντκλιφ και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο από το πανεπιστήμιο Κολούμπια. Έχει γράψει βιβλία πρόζας και ποίησης, ενώ ασχολήθηκε με πολλούς τομείς της… …   Dictionary of Greek

  • Λεβί-Στρος, Κλοντ — (Claude Lévi Strauss, Βρυξέλλες 1908 –). Γάλλος εθνολόγος. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και το 1935 διορίστηκε καθηγητής της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Σαο Πάολο της Βραζιλίας. Από την περίοδο αυτή χρονολογούνται το… …   Dictionary of Greek

  • Συριώτης, Γεώργιος — (1892 – 1963). Δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Ρώμη και από το 1909 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία ως συντάκτης της εφημερίδας Χρόνος. Αργότερα εργάστηκε στην εφημερίδα Πατρίς και το 1922 έγινε ανταποκριτής του Ελεύθερου Βήματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”